- βαφικός
- -ή, -ό (AM βαφικός, -ή, -όν) [βαφή]ο κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί στη βαφή, ως χρωστική ουσία («βαφικά βότανα», «βαφικές ουσίες»)νεοελλ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) βαφικά, τατα απαραίτητα σύνεργα και υλικά για να βαφτεί ο ηθοποιός πριν απ' την παράστασηαρχ.-μσν.1. το θηλ. ως ουσ. ἡ βαφικήη τέχνη του βαφιά2. το ουδ. ως ουσ. βαφικόν, τοτο ινδικόν, το λουλάκι3. φρ. «βίβλοι βαφικαί» — βιβλία των αλχημιστών σχετικά με την επιχρύσωση και την επαργύρωση.
Dictionary of Greek. 2013.